- σκακιστής
- [*][скакисгис) ουσ. а. шахматист.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκακιστής — ο, θηλ. σκακίστρια, Ν ο παίκτης τού σκακιού και, ιδίως, ο ικανός παίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάκι + κατάλ. ιστής (πρβλ. βιολ ιστής). Το αρσ. σκακιστής μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου, ενώ το θηλ. σκακίστρια από το… … Dictionary of Greek
σκακιστής — ο θηλ. σκακίστρια αυτός που παίζει σκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζατρικιστής — ο [ζατρικίζω] αυτός που παίζει ζατρίκιον, ο σκακιστής … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
σκακιστικός — ή, ό, Ν [σκακιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάκι ή στον σκακιστή («σκακιστικοί αγώνες») … Dictionary of Greek